νυκτέπαρχος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(6_15)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτέπαρχος''': ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἔχων τὴν ἀρχηγίαν, ὁ ἄλλως λεγόμενος, [[ἔπαρχος]] τῶν νυκτῶν, [[πραίτωρ]] τοῦ δήμου, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 58Ε, Ἰουστινιαν. Νεαραὶ 13, 3.
|lstext='''νυκτέπαρχος''': ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἔχων τὴν ἀρχηγίαν, ὁ ἄλλως λεγόμενος, [[ἔπαρχος]] τῶν νυκτῶν, [[πραίτωρ]] τοῦ δήμου, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 58Ε, Ἰουστινιαν. Νεαραὶ 13, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτέπαρχος]], ὁ (ΑΜ)<br />(στο Βυζάντιο) [[έπαρχος]], [[αρχηγός]] της νυχτερινής φρουράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔπαρχος]].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτέπαρχος Medium diacritics: νυκτέπαρχος Low diacritics: νυκτέπαρχος Capitals: ΝΥΚΤΕΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: nyktéparchos Transliteration B: nykteparchos Transliteration C: nykteparchos Beta Code: nukte/parxos

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A praefectus vigilum, Just.Nov.13.1 Intr.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτέπαρχος: ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἔχων τὴν ἀρχηγίαν, ὁ ἄλλως λεγόμενος, ἔπαρχος τῶν νυκτῶν, πραίτωρ τοῦ δήμου, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 58Ε, Ἰουστινιαν. Νεαραὶ 13, 3.

Greek Monolingual

νυκτέπαρχος, ὁ (ΑΜ)
(στο Βυζάντιο) έπαρχος, αρχηγός της νυχτερινής φρουράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἔπαρχος.