μουδάρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(26)
(No difference)

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
ναυτ. περιορισμός της επιφάνειας του πανιού ιστιοφόρου πλοίου, κατά τον οποίο τα σχοινιά μιας μούδας δένονται στη μάτσα του πανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουδάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. καθαρίζω: καθάρισμα).