μουγκρητό: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(26)
(No difference)

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

και μουγγρητό, το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα
2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή
3. (για τη θάλασσα) βοή, βοητό, ρόχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκρίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. νιαουρ-ητό, ροχαλ-ητό)].