ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
μουσῳδός, -όν (Α)μελωδός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ-ῳδός].