μουσωδός

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

μουσῳδός, -όν (Α)
μελωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγῳδός].