μπαρμπέρης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(26) |
(No difference)
|
Revision as of 12:00, 29 September 2017
Greek Monolingual
και μπερμπέρης, ο (Μ μπαρμπέρης και μπαρμπιέρης)
κουρέας
νεοελλ.
παροιμ. «είναι πολλοί μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια» — πρόθυμοι υπάρχουν πολλοί να ασχοληθούν με εύκολα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barbiere < λατ. barba «γένι»].