μπάσος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(26)
(No difference)

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο
1. χαμηλός
2. φρ. «μπάσα φωνή»
μουσ. α) χαμηλή, βαθιά φωνή, η φωνή του βαθυφώνου
3. το αρσ. ως ουσ. ο μπάσος
ο βαθύφωνος
4. το ουδ. ως ουσ. το μπάσο
βλ. μπάσο.
επίρρ...
μπάσα
με μπάσο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μπάσο].