οιησίσοφος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:01, 29 September 2017
Greek Monolingual
οἰησίσοφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο δοκησίσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + σοφός (πρβλ. δοκησί-σοφος)].