οιησίσοφος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(28)
(No difference)

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Greek Monolingual

οἰησίσοφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο δοκησίσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + σοφός (πρβλ. δοκησί-σοφος)].