κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
μυρτήνη, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) είδος ελιάς, η μυρτίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτίνη.