νεκροδερκής: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(6_8) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκροδερκής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[ὅμοιος]] πρὸς τοὺς νεκρούς, ἔχων ὄψιν νεκροῦ, Μανέθων 4. 555. | |lstext='''νεκροδερκής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[ὅμοιος]] πρὸς τοὺς νεκρούς, ἔχων ὄψιν νεκροῦ, Μανέθων 4. 555. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκροδερκής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει όψη νεκρού, που φαίνεται όμοιος με νεκρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-<i>δερκής</i>, <i>μεσο</i>-<i>δερκής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A looking like the dead, Man.4.555 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 237] ές, wie ein Todter anzusehen, Maneth. 4, 255.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροδερκής: -ές, ὁ φαινόμενος ὅμοιος πρὸς τοὺς νεκρούς, ἔχων ὄψιν νεκροῦ, Μανέθων 4. 555.
Greek Monolingual
νεκροδερκής, -ές (Α)
αυτός που έχει όψη νεκρού, που φαίνεται όμοιος με νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. λιθο-δερκής, μεσο-δερκής].