νευροσπάστης: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6_19) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νευροσπάστης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ χορδῶν κινῶν πλαγγόνας, «κούκλας», Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 15. | |lstext='''νευροσπάστης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ χορδῶν κινῶν πλαγγόνας, «κούκλας», Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νευροσπάστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κινεί τα νευρόσπαστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαστής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εκ</i>-<i>σπάστης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A puppet-show man, IG11(2).133.80 (Delos, ii B.C.), Arist.Mu.398b16, Ath.1.19e.
Greek (Liddell-Scott)
νευροσπάστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ χορδῶν κινῶν πλαγγόνας, «κούκλας», Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 15.
Greek Monolingual
νευροσπάστης, ὁ (Α)
αυτός που κινεί τα νευρόσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστής (< σπῶ), πρβλ. εκ-σπάστης].