ναυπηγής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(6_7) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυπηγής''': -ές, = [[ναυπηγός]], Μανέθων 4. 323. | |lstext='''ναυπηγής''': -ές, = [[ναυπηγός]], Μανέθων 4. 323. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναυπηγής]], -ές (Α)<br />αυτός που αφορά τη [[ναυπήγηση]] ή αυτός που αποβλέπει στη [[ναυπήγηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοινο</i>-<i>πηγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A shipbuilding, τέχναι Man.4.323.
German (Pape)
[Seite 232] ές, = ναυπηγός; τέχναι Maneth. 4, 393.
Greek (Liddell-Scott)
ναυπηγής: -ές, = ναυπηγός, Μανέθων 4. 323.
Greek Monolingual
ναυπηγής, -ές (Α)
αυτός που αφορά τη ναυπήγηση ή αυτός που αποβλέπει στη ναυπήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. κοινο-πηγής].