νοσοεργός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
(6_15)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσοεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ προξενῶν νόσον, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 39.
|lstext='''νοσοεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ προξενῶν νόσον, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 39.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που προξενεί νόσο, [[νοσηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-<i>εργός</i>, <i>ξυλο</i>-<i>εργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσοεργός Medium diacritics: νοσοεργός Low diacritics: νοσοεργός Capitals: ΝΟΣΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: nosoergós Transliteration B: nosoergos Transliteration C: nosoergos Beta Code: nosoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A causing sickness, Poet.de herb.39.

Greek (Liddell-Scott)

νοσοεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ προξενῶν νόσον, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 39.

Greek Monolingual

νοσοεργός, -όν (Α)
αυτός που προξενεί νόσο, νοσηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός, ξυλο-εργός].