νοσηματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_7) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοσημᾰτώδης''': -ες, = [[νοσώδης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν [[αὐτόθι]] 4. | |lstext='''νοσημᾰτώδης''': -ες, = [[νοσώδης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν [[αὐτόθι]] 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νοσηματώδης]], -ῶδες (Α) [[νόσημα]]<br />[[νοσώδης]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματωδῶς</i> (Α)<br />με νοσηματώδη τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = νοσώδης, Arist.GA727b28, EN1149a6, Ptol.Tetr.188. Adv. νοσηματωδῶς, ἔχειν Arist.EN1148b33.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημᾰτώδης: -ες, = νοσώδης, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν αὐτόθι 4.
Greek Monolingual
νοσηματώδης, -ῶδες (Α) νόσημα
νοσώδης, νοσηρός.
επίρρ...
νοσηματωδῶς (Α)
με νοσηματώδη τρόπο.