νουσομελής: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νουσομελής''': -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ [[μέλη]], Μανέθων 4. 476.
|lstext='''νουσομελής''': -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ [[μέλη]], Μανέθων 4. 476.
}}
{{grml
|mltxt=[[νουσομελής]] και [[νοσομελής]], -ές (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει [[μέλη]] που νοσούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νοῦσος]] / [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρο</i>-[[μελής]]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσομελής Medium diacritics: νουσομελής Low diacritics: νουσομελής Capitals: ΝΟΥΣΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: nousomelḗs Transliteration B: nousomelēs Transliteration C: nousomelis Beta Code: nousomelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with diseased limbs, Man.4.476.

Greek (Liddell-Scott)

νουσομελής: -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ μέλη, Μανέθων 4. 476.

Greek Monolingual

νουσομελής και νοσομελής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο-μελής].