ὀλιγόμυθος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(28) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλιγόμῡθος''': -ον, ὁ ὀλίγους μύθους περιέχων, Εὐστ. Πονημ. 60. 22. | |lstext='''ὀλιγόμῡθος''': -ον, ὁ ὀλίγους μύθους περιέχων, Εὐστ. Πονημ. 60. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλιγόμυθος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που περιέχει λίγους μύθους («ἐπίνικοι, οἳ καὶ περιάγονται [[μάλιστα]] διὰ τὸ ἀνθρωπινώτεροι [[εἶναι]] καὶ ὀλιγόμυθοι», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[μύθος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 321] wenig redend (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγόμῡθος: -ον, ὁ ὀλίγους μύθους περιέχων, Εὐστ. Πονημ. 60. 22.
Greek Monolingual
ὀλιγόμυθος, -ον (ΑΜ)
αυτός που περιέχει λίγους μύθους («ἐπίνικοι, οἳ καὶ περιάγονται μάλιστα διὰ τὸ ἀνθρωπινώτεροι εἶναι καὶ ὀλιγόμυθοι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + μύθος].