οἰκτρόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκτρόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων οἰκτράν, ἐλεεινὴν φωνήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 5. | |lstext='''οἰκτρόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων οἰκτράν, ἐλεεινὴν φωνήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰκτρόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει οικτρή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισχυρό</i>-<i>φωνος</i>, <i>λαμπρό</i>-<i>φωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with piteous voice, Sch.Il.17.5.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτρόφωνος: -ον, ὁ ἔχων οἰκτράν, ἐλεεινὴν φωνήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 5.
Greek Monolingual
οἰκτρόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει οικτρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρό-φωνος, λαμπρό-φωνος].