οὐθέτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(6_4)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐθέτερος''': -α, -ον, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[οὐδέτερος]], Σεξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 11. 186. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὔθ’ ἕτερον· [[οὔτε]] ἒν τῶν δύο».
|lstext='''οὐθέτερος''': -α, -ον, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[οὐδέτερος]], Σεξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 11. 186. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὔθ’ ἕτερον· [[οὔτε]] ἒν τῶν δύο».
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐθέτερος]], -έρα, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οὐδέτερος]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐθέτερος Medium diacritics: οὐθέτερος Low diacritics: ουθέτερος Capitals: ΟΥΘΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: outhéteros Transliteration B: outheteros Transliteration C: outheteros Beta Code: ou)qe/teros

English (LSJ)

α, ον,

   A = οὐδέτερος, S.E.M.11.186, Iamb.Protr.21.κσ.

Greek (Liddell-Scott)

οὐθέτερος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ οὐδέτερος, Σεξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 11. 186. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὔθ’ ἕτερον· οὔτε ἒν τῶν δύο».

Greek Monolingual

οὐθέτερος, -έρα, -ον (Α)
βλ. οὐδέτερος.