παρωνύμως: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(6_7)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρωνύμως''': Ἐπίρρ., παρὰ τὸ [[ὄνομα]], [[ἐναντίον]] τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος [[ἐκεῖνος]] [[παρωνύμως]] Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε [[παρώνυμος]].
|lstext='''παρωνύμως''': Ἐπίρρ., παρὰ τὸ [[ὄνομα]], [[ἐναντίον]] τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος [[ἐκεῖνος]] [[παρωνύμως]] Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε [[παρώνυμος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[παρώνυμος]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

παρωνύμως: Ἐπίρρ., παρὰ τὸ ὄνομα, ἐναντίον τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε παρώνυμος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. παρώνυμος.