πολυκέντητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
(6_16) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠκέντητος''': -ον, = [[πολύκεστος]], Γρηγ. Νύσσ., τ. 2, σ. 189C, Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 505, 49, κτλ. | |lstext='''πολῠκέντητος''': -ον, = [[πολύκεστος]], Γρηγ. Νύσσ., τ. 2, σ. 189C, Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 505, 49, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυκέντητος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κεντήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεντητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κεντῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>κέντητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A gloss on πολύκεστος, Hsch., Suid., cf. EM506.49, Eust.425.24.
German (Pape)
[Seite 664] = πολύκεστος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκέντητος: -ον, = πολύκεστος, Γρηγ. Νύσσ., τ. 2, σ. 189C, Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 505, 49, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυκέντητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά κεντήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κεντητός (< κεντῶ), πρβλ. νεο-κέντητος].