πανευτυχής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6_7)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνευτῠχής''': -ές, [[πάνυ]] [[εὐτυχής]], Ἄννα Κομν. σ. 94Β, κλ.
|lstext='''πᾰνευτῠχής''': -ές, [[πάνυ]] [[εὐτυχής]], Ἄννα Κομν. σ. 94Β, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜ<br />πολύ [[ευτυχισμένος]], ευτυχέστατος, [[πανευδαίμων]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 459] ές, sehr glücklich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνευτῠχής: -ές, πάνυ εὐτυχής, Ἄννα Κομν. σ. 94Β, κλ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος, πανευδαίμων.