πατρομητρόμοιος: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
(6_16)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατρομητρόμοιος''': -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, Μιχ. Γλυκᾶ Χρον. 107. 7.
|lstext='''πατρομητρόμοιος''': -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, Μιχ. Γλυκᾶ Χρον. 107. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />όμοιος με τον [[πατέρα]] και τη [[μητέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὅμοιος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πατρομητρόμοιος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, Μιχ. Γλυκᾶ Χρον. 107. 7.

Greek Monolingual

-ον, Μ
όμοιος με τον πατέρα και τη μητέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μήτηρ, μητρός + ὅμοιος.