πατρομητρόμοιος

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατρομητρόμοιος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, Μιχ. Γλυκᾶ Χρον. 107. 7.

Greek Monolingual

-ον, Μ
όμοιος με τον πατέρα και τη μητέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μήτηρ, μητρός + ὅμοιος.