πολιάρχης: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_20)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολιάρχης''': ποιητ. πτολ-, ου, ὁ, = [[πολίαρχος]], ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2081. 10.
|lstext='''πολιάρχης''': ποιητ. πτολ-, ου, ὁ, = [[πολίαρχος]], ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2081. 10.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ποιητ. τ. [[πτολιάρχης]], Α<br />(για τον Δία) [[πολίαρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιάρχης Medium diacritics: πολιάρχης Low diacritics: πολιάρχης Capitals: ΠΟΛΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: poliárchēs Transliteration B: poliarchēs Transliteration C: poliarchis Beta Code: polia/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = πολίαρχος 1, of Zeus, IPE12.183.10 (Olbia, ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πολιάρχης: ποιητ. πτολ-, ου, ὁ, = πολίαρχος, ἐπὶ τοῦ Διός, Συλλ. Ἐπιγρ. 2081. 10.

Greek Monolingual

ὁ, ποιητ. τ. πτολιάρχης, Α
(για τον Δία) πολίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -άρχης].