νυχαυγής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νῠχαυγής''': -ές, ὁ διὰ νυκτὸς λάμπων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 7., 70. 8.
|lstext='''νῠχαυγής''': -ές, ὁ διὰ νυκτὸς λάμπων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 7., 70. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυχαυγής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νυχ</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> με δασύ [[σύμφωνο]] (<b>βλ. λ.</b> [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠχαυγής Medium diacritics: νυχαυγής Low diacritics: νυχαυγής Capitals: ΝΥΧΑΥΓΗΣ
Transliteration A: nychaugḗs Transliteration B: nychaugēs Transliteration C: nychavgis Beta Code: nuxaugh/s

English (LSJ)

ές,

   A shining by night, Orph.H.3.7,71.8.

Greek (Liddell-Scott)

νῠχαυγής: -ές, ὁ διὰ νυκτὸς λάμπων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 7., 70. 8.

Greek Monolingual

νυχαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + -αυγής (< αυγή), πρβλ. χρυσ-αυγής].