ξάνησις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(6_9)
(27)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξάνησις''': ἡ, [[κόπωσις]] τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 30.
|lstext='''ξάνησις''': ἡ, [[κόπωσις]] τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 30.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξάνησις]], ἡ (Α) [[ξανώ]]<br />[[κούραση]] τών χεριών από την [[εριουργία]], από το [[γνέσιμο]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, das Erstarren der Hände vom Wollekrempeln, Poll. 7, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ξάνησις: ἡ, κόπωσις τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, Πολυδ. Ζ΄, 30.

Greek Monolingual

ξάνησις, ἡ (Α) ξανώ
κούραση τών χεριών από την εριουργία, από το γνέσιμο.