νυθός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(6_10)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυθός''': -ή, -όν, «νυθόν· ἄφωνον. σκοτεινὸν» Ἡσύχ.: νυθώδης, ες, «νυθῶδες. σκοτεινῶδες» παρὰ τῷ αὐτῷ.
|lstext='''νυθός''': -ή, -όν, «νυθόν· ἄφωνον. σκοτεινὸν» Ἡσύχ.: νυθώδης, ες, «νυθῶδες. σκοτεινῶδες» παρὰ τῷ αὐτῷ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυθός]], -ή, -όν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νυθὁν<br />ἄφωνον, σκοτεινόν».
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠθός Medium diacritics: νυθός Low diacritics: νυθός Capitals: ΝΥΘΟΣ
Transliteration A: nythós Transliteration B: nythos Transliteration C: nythos Beta Code: nuqo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dumb, Hsch.    II dark, Id. :—also νῠθώδης, ες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

νυθός: -ή, -όν, «νυθόν· ἄφωνον. σκοτεινὸν» Ἡσύχ.: νυθώδης, ες, «νυθῶδες. σκοτεινῶδες» παρὰ τῷ αὐτῷ.

Greek Monolingual

νυθός, -ή, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νυθὁν
ἄφωνον, σκοτεινόν».