ξυλόρνιθα: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_10)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυλόρνιθα''': ἡ, ἡ κοινῶς ξυλόκοττα, μεταγεν.
|lstext='''ξυλόρνιθα''': ἡ, ἡ κοινῶς ξυλόκοττα, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=η<br />η [[ξυλόκοτα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξυλόρνιθα: ἡ, ἡ κοινῶς ξυλόκοττα, μεταγεν.

Greek Monolingual

η
η ξυλόκοτα.