οβριμόγυιος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(28)
(No difference)

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὀβριμόγυιος, -ον (Α)
(για κήτος) αυτός που έχει ισχυρά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. μονό-γυιος].