ξυλοκαστέλλιον: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(6_21) |
(27) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυλοκαστέλλιον''': τό, = ξύλινον καστέλλιον, Ἀπολλόδ. Ἀρχιτ. 46. | |lstext='''ξυλοκαστέλλιον''': τό, = ξύλινον καστέλλιον, Ἀπολλόδ. Ἀρχιτ. 46. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ξυλοκαστέλι, το (ΑΜ [[ξυλοκαστέλλιον]])<br />ξύλινο [[καστέλι]], ξύλινο [[φρούριο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ξύλινος]] [[πύργος]] τον οποίο τοποθετούσαν [[κατά]] τον μεσαίωνα και [[κυρίως]] στο Βυζάντιο [[πάνω]] στα τείχη φρουρίου ή στα κατάρτια τών δρομώνων, [[δηλαδή]] βυζαντινών πολεμικών ιστιοφόρων πλοίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> <i>καστέλ</i>(<i>λ</i>)<i>ιο</i>(<i>ν</i>) «μικρό [[φρούριο]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 281] τό, von castellum abgeleitet, hölzernes Häuschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξυλοκαστέλλιον: τό, = ξύλινον καστέλλιον, Ἀπολλόδ. Ἀρχιτ. 46.
Greek Monolingual
και ξυλοκαστέλι, το (ΑΜ ξυλοκαστέλλιον)
ξύλινο καστέλι, ξύλινο φρούριο
νεοελλ.-μσν.
ξύλινος πύργος τον οποίο τοποθετούσαν κατά τον μεσαίωνα και κυρίως στο Βυζάντιο πάνω στα τείχη φρουρίου ή στα κατάρτια τών δρομώνων, δηλαδή βυζαντινών πολεμικών ιστιοφόρων πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καστέλ(λ)ιο(ν) «μικρό φρούριο»].