οἰκοδέγμων: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκοδέγμων''': -ονος, ὁ, ὁ δεχόμενος ἢ ἑστιῶν τινα ἐν τῇ [[ἑαυτοῦ]] οἰκίᾳ, Τραγικ. [[λέξις]] παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 11. | |lstext='''οἰκοδέγμων''': -ονος, ὁ, ὁ δεχόμενος ἢ ἑστιῶν τινα ἐν τῇ [[ἑαυτοῦ]] οἰκίᾳ, Τραγικ. [[λέξις]] παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰκοδέγμων]], -όνος, ὁ (Α)<br />αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο [[σπίτι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δέγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>δέγμων</i>, <i>νεκρο</i>-<i>δέγμων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A one who receives people into his house, Trag.Adesp.594.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδέγμων: -ονος, ὁ, ὁ δεχόμενος ἢ ἑστιῶν τινα ἐν τῇ ἑαυτοῦ οἰκίᾳ, Τραγικ. λέξις παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 11.
Greek Monolingual
οἰκοδέγμων, -όνος, ὁ (Α)
αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, νεκρο-δέγμων].