οιστροβολώ: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
(No difference)
|
(28) |
(No difference)
|
οἰστροβολῶ, -έω (Α)
(ποιητ. τ.) (ιδίως για τα πλήγματα τών βελών του Έρωτα) τσιμπώ, κεντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο-βολώ].