οιστροβολώ

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

οἰστροβολῶ, -έω (Α)
(ποιητ. τ.) (ιδίως για τα πλήγματα τών βελών του Έρωτα) τσιμπώ, κεντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνοβολώ].