οκρίβαντας: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:08, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀκρίβας)
τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο
μσν.
μτφ. υπερυψωμένος τόπος
αρχ.
1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια του Προάγωνος
2. κάθισμα ηνιόχου ή αρματηλάτη
3. ο κόθορνος
4. γαϊδούρι ή άγριο κριάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «προεξοχή, αιχμηρό άκρο» + -βας (< βαίνω), πρβλ. κιλλί-βας].