ὀλιγόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόκαρπος''': -ον, ὁ παράγων ὀλίγον καρπόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 10, Διον. Ἁλ. 1. 37.
|lstext='''ὀλῐγόκαρπος''': -ον, ὁ παράγων ὀλίγον καρπόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 10, Διον. Ἁλ. 1. 37.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλιγόκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει λίγους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ολιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόκαρπος Medium diacritics: ὀλιγόκαρπος Low diacritics: ολιγόκαρπος Capitals: ΟΛΙΓΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: oligókarpos Transliteration B: oligokarpos Transliteration C: oligokarpos Beta Code: o)ligo/karpos

English (LSJ)

ον,

   A bearing little fruit, Thphr.CP2.11.10, D.H.1.37, Ath.Med. ap. Orib.inc.7.4.

German (Pape)

[Seite 320] mit wenigen Früchten, D. H. 1, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόκαρπος: -ον, ὁ παράγων ὀλίγον καρπόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 10, Διον. Ἁλ. 1. 37.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγόκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει λίγους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καρπός].