ὀλιγόκλαδος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγόκλᾰδος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 1. | |lstext='''ὀλῐγόκλᾰδος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[λιγόκλαδος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγόκλαδος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λίγα]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ολιγόκλαδος]]<br /><b>ζωολ.</b> θαλασσόβιο [[σκουλήκι]], στροβιλιστικό, με επίμηκες, πλατύ και διαφανές [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[κλάδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with few branches, Thphr.HP1.5.1.
German (Pape)
[Seite 320] mit wenigen Zweigen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 1.
Greek Monolingual
και λιγόκλαδος, -η, -ο (Α ὀλιγόκλαδος, -ον)
αυτός που έχει λίγα κλαδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ολιγόκλαδος
ζωολ. θαλασσόβιο σκουλήκι, στροβιλιστικό, με επίμηκες, πλατύ και διαφανές σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κλάδος.