ολοήμερος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(28)
(No difference)

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Greek Monolingual

και ολήμερος, -η, -ο (Α ὁλοήμερος και ὁλήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί όλη μέρα
2. αδιάκοπος, συνεχής
αρχ.
αυτός που εργάζεται όλη την ημέρα («ὁλοήμεροι ποταμῑται», πάπ.).
επίρρ...
ολοήμερα (Μ ὁλοημέρως)
1. καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, όλη την ημέρα
2. συνεχώς, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + ἡμέρα.