ὀμματοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμμᾰτοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν βλέπειν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 70, Kiessl.
|lstext='''ὀμμᾰτοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν βλέπειν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 70, Kiessl.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμματοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δίνει την όραση, αυτός που κάνει κάποιον να βλέπει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτοποιός Medium diacritics: ὀμματοποιός Low diacritics: ομματοποιός Capitals: ΟΜΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ommatopoiós Transliteration B: ommatopoios Transliteration C: ommatopoios Beta Code: o)mmatopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A causing to see, Iamb.VP6.31.

German (Pape)

[Seite 332] Augen machend, d. i. sehen machend, Iambl. v. Pyth. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν βλέπειν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 70, Kiessl.

Greek Monolingual

ὀμματοποιός, -όν (Α)
αυτός που δίνει την όραση, αυτός που κάνει κάποιον να βλέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ποιός].