ὁμηγενής: Difference between revisions
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(6_7) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμηγενής''': -ές, ὁ [[ὁμοῦ]] γεννηθείς, [[δίδυμος]], κοῦρον ὁμηγενέα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (Προσθῆκαι) 228b. 4. | |lstext='''ὁμηγενής''': -ές, ὁ [[ὁμοῦ]] γεννηθείς, [[δίδυμος]], κοῦρον ὁμηγενέα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (Προσθῆκαι) 228b. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμηγενής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε σε έναν τοκετό [[μαζί]] με άλλον, [[δίδυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A born together, twin, κοῦρος Epigr.Gr.(add.)228b4 (Ephes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηγενής: -ές, ὁ ὁμοῦ γεννηθείς, δίδυμος, κοῦρον ὁμηγενέα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (Προσθῆκαι) 228b. 4.
Greek Monolingual
ὁμηγενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε σε έναν τοκετό μαζί με άλλον, δίδυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γενής (< γένος). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].