ὁμόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
(6_14) |
(28) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Σώφρων παρὰ Δημητρ. Φαληρ. 151· πρβλ. [[ὄθριξ]]. | |lstext='''ὁμόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Σώφρων παρὰ Δημητρ. Φαληρ. 151· πρβλ. [[ὄθριξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όμοιες [[τρίχες]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλό</i>-[[θριξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 334] τριχος, mit einerlei Haar; Sophron b. Demetr. Phal. 151; Schol. Il. 2, 765.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Σώφρων παρὰ Δημητρ. Φαληρ. 151· πρβλ. ὄθριξ.
Greek Monolingual
ὁμόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει όμοιες τρίχες με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλό-θριξ)].