ομοιόστομος: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(28)
(No difference)

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὁμοιόστομος, -ον (Α)
αυτός του οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές της μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέροςὁμοιόστομος διφαλαγγία»).
επίρρ...
ὁμοιοστόμως (Α)
δια μέσου του ίδιου μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. στενό-στομος].