διφαλαγγία
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ἡ,
A phalanx marching in two divisions, Plb.2.66.9, 12.20.7, Ael.Tact.36.3, Arr.Tact.28.6.
2 = διφαλαγγαρχία (corps of two phalanxes), Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.33.5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 formación de marcha en dos cuerpos Plb.12.20.7, Arr.Tact.28.6, δ. ἐπάλληλος falange desdoblada a lo largo Plb.2.66.9.
2 cuerpo de dos falanges, e.e., 8192 hombres, Ascl.Tact.2.10, Arr.Tact.10.7, Ael.Tact.33.5, cf. διφαλαγγαρχία.
German (Pape)
ἡ, die Doppelphalanx; Pol. 2.66.9, 12.20.7; Ael. tact. 40.
Russian (Dvoretsky)
διφᾰλαγγία: ἡ воен. двойная фаланга Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
διφᾰλαγγία: ἡ, διπλῆ φάλαγξ, Πολύβ. 2. 66, 9, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α διφαλαγγία)
νεοελλ.
ναυτ. πορεία πλοίων σε δύο φάλαγγες
αρχ.
φάλαγγα που βαδίζει παραταγμένη σε διπλούς στοίχους.