ομοιόστομος

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

Greek Monolingual

ὁμοιόστομος, -ον (Α)
αυτός του οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές της μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέροςὁμοιόστομος διφαλαγγία»).
επίρρ...
ὁμοιοστόμως (Α)
δια μέσου του ίδιου μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. στενόστομος].