ὀμφαλοτομία: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6_15) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφᾰλοτομία''': ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-. | |lstext='''ὀμφᾰλοτομία''': ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀμφαλητομία]] και [[ὀμφαλοτομία]]) [[ομφαλοτόμος]]<br />η [[μετά]] τον τοκετό [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[διατομή]] του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών [[γύρω]] από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ὀμφᾰλο-τόμος,
A v. ὀμφαλητ-.
German (Pape)
[Seite 343] ἡ, v. l. für ὀμφαλητομία.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.
Greek Monolingual
η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.