ὀνομαστήρια: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(6_1)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομαστήρια''': (ἐξυπ. [[ἱερά]]), τά, ἡ ἑορτῆ, ἡ [[ἐπέτειος]] τῆς ἡμέρας καθ’ ἣν ἔλαβέ τις τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 360Β.
|lstext='''ὀνομαστήρια''': (ἐξυπ. [[ἱερά]]), τά, ἡ ἑορτῆ, ἡ [[ἐπέτειος]] τῆς ἡμέρας καθ’ ἣν ἔλαβέ τις τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 360Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνομαστήρια]], τὰ (Α)<br />[[επέτειος]] της ημέρας [[κατά]] την οποία πήρε [[κάποιος]] το όνομά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. <i>ὀνομαστήριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀνομάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κολασ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 349] τά, sc. ἱερά, Feier des Namenstages, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστήρια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτῆ, ἡ ἐπέτειος τῆς ἡμέρας καθ’ ἣν ἔλαβέ τις τὸ ὄνομα αὐτοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 360Β.

Greek Monolingual

ὀνομαστήρια, τὰ (Α)
επέτειος της ημέρας κατά την οποία πήρε κάποιος το όνομά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ὀνομαστήριος (< ὀνομάζω + επίθημα -τήριος, πρβλ. κολασ-τήριος)].