τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
ὀπισθοπόρος, -ον (Α)αυτός που πορεύεται από πίσω, αυτός που ακολουθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. πεζο-πόρος.