οπισθοβριθής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(29)
(No difference)

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὀπισθοβριθής, -ές (Α)
φορτωμένος, βαρύς στο πίσω μέρος («ὀπισθοβριθἐς ἔγχος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βριθής (< βρῖθος «βάρος»), πρβλ. σιδηρο-βριθής].