Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(29) |
(No difference)
|
ὀπισθοβριθής, -ές (Α)
φορτωμένος, βαρύς στο πίσω μέρος («ὀπισθοβριθἐς ἔγχος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βριθής (< βρῖθος «βάρος»), πρβλ. σιδηρο-βριθής].