οπισθοβριθής
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
ὀπισθοβριθής, -ές (Α)
φορτωμένος, βαρύς στο πίσω μέρος («ὀπισθοβριθἐς ἔγχος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βριθής (< βρῖθος «βάρος»), πρβλ. σιδηροβριθής].