οπισθοφυλακή: Difference between revisions
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
(29) |
(No difference)
|
η
στρ. στρατιωτική μονάδα με αποστολή την προστασία τών νώτων της στρατιωτικής δύναμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].