ἄωτον

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄωτον Medium diacritics: ἄωτον Low diacritics: άωτον Capitals: ΑΩΤΟΝ
Transliteration A: áōton Transliteration B: aōton Transliteration C: aoton Beta Code: a)/wton

English (LSJ)

[ᾰ], τό, and ἄωτος, ὁ,
A the choicest, the flower of its kind: in Hom. mostly of the finest wool, οἰὸς ἄωτον Il.13.599,716, Od.1.443; without οἰός (which must be supplied from the context), flock, down, 9.434; once of the finest linen, λίνοιό τε λεπτὸν ἄωτον Il.9.661; of the golden fleece, χρύσεον ἄωτον A.R.4.176, cf. Orph.A.1336; ἄκρον ἄωτον [ὕδατος], of pure water, Call.Ap.112; of the foam on a wave, κύματος ἄκρῳ ἀ. Id.Hec.1.4.3; μέλιτος ἄ. γλυκύς Pi.Pae.6.59: freq. in Pi., ἄ. ζωᾶς the prime or flower of life, Id.I.5(4).12; ἄ. στεφάνων the fairest of... ib.6(5).4, cf. O.5.1; Χαρίτων ἄ. their fairest gift, Id.I. 8(7).16; σοφίας ἄκρος ἄ. the choicest gift of minstrel's art, ib.7(6).18; ἄ. γλώσσας, i.e. a song, ib.1.51; ὕμνων Id.P.10.53; δίκας ἄ. Id.N.3.29; Ἀφροδίτας.. ἄωτον A.Supp.666 (lyr.): rarely in plural, στεφάνων ἄωτοι Pi.O.9.19; ἡρώων ἄωτοι Id.N.8.9; ῥόδων ἄωτοι Simon.148: in Epitaphs, θνῄσκω.. ἀκμᾶς ἐν ἀώτῳ in the flower of youth, IG3.1328; τὸν.. ἄωτον τοῦ δήμου CIG2804, cf. Epigr.Gr.455.
II that which gives honour and glory to a thing, ἄ. ἵππων a song in praise of horses, Pi.O.3.4; χειρῶν ἄ. ἐπίνικον Id.O.8.75.—The gender is indeterminate in Hom. and A.; Pi. always has ἄωτος, and so Theoc.13.27; A.R. and later Ep. ἄωτον (Opp.C.4.154, οἰὸς ἄωτα in plural).

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Morfología: ἄωτος, ὁ Pi., Theoc.13.27, Hsch.
I 1copo de lana, vellón gener. de oveja κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ cubierto con un vellón de oveja, Od.1.443, φοινικέῳ οἰὸς ἀώτῳ Theoc.2.2
torcido o hilado, usado como honda αὐτὴν δὲ ξυνέδησεν ἐϋστρεφεῖ οἰὸς ἀώτῳ, σφενδόνῃ Il.13.599, τόξοισιν καὶ ἐϋστρεφεῖ οἶος ἀώτῳ ... πεποιθότες confiados en sus arcos y en el bien torcido vellón, Il.13.716
abs. αὐτὰρ χερσὶν ἀώτου θεσπεσίοιο ... ἐχόμην me agarré al prodigioso vellón (Odiseo saliendo de la cueva del Cíclope) Od.9.434, χρύσεον ἄωτον el vellocino de oro A.R.4.176, cf. Orph.A.1336
de otros textiles: una sábana de lino κώεά τε ῥῆγός τε λίνοιό τε λεπτὸν ἄωτον Il.9.661.
II gener. c. gen.
1 fís. lo más fino, lo más exquisito, la flor de un producto ἔρα[ται] δέ μο[ι] γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκύν Pi.Fr.52f.59, de la espuma κύματος ἄκρῳ ἀώτῳ Call.Fr.260.57, (ὕδατος) λιβὰς ἄκρον ἄωτον Call.Ap.112, cf. IGLS 9410, Agath.2.30.3.
2 fig. el más alto exponente, lo más selecto, lo más escogido ναυτᾶν ἄωτος Pi.P.4.188, cf. O.3.4, 8.75, ἡρώων Theoc.13.27, τὸν φιλόπατριν καὶ ἄωτον τοῦ δήμου MAMA 8.504.5 (Afrodisias II d.C.), en plu. ἡρώων ἄωτοι Pi.N.8.9
esp. de la música, de la poesía lo más refinado, la excelencia μουσικᾶς Pi.O.1.15, ὕμνων (dicho por el poeta de sus propios cantos), Pi.P.10.53, γλώσσας Pi.I.1.51, σοφίας Pi.I.7.18
de la vida, juventud, belleza lo más hermoso, la flor ἄ. ζωᾶς Pi.I.5.12, Ἀφροδίτας ... ἄωτον esplendor de Afrodita A.Supp.666, Χαρίτων ἄ. Pi.I.8.16, θνῄσκω ... ἀκμῆς ἐν ἀώτῳ muero ... en la flor de la juventud, IG 22.8046a.6 (II d.C.), de las cualidades y de las manifestaciones de gloria, riqueza δίκας ἄ. Pi.N.3.29, ἄ. στεφάνων Pi.I.6.4, cf. O.5.1, (δραπών) ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον (recogiendo) el sagrado esplendor del placer de la vida Pi.P.4.131, en plu. στεφάνων ἄωτοι Pi.O.9.19, μίτραισι δὲ καὶ ῥόδων ἀώτοις Antigen.Lyr.3, cf. Hsch.
• Diccionario Micénico: a-wo-ti-jo.
• Etimología: Quizá deriv. de ἄημι q.u.

German (Pape)

[Seite 422] τό, u. ἄωτος, ὁ; bei Hom. ist das Genus nicht zu erkennen, bei Pind. u. Theocr. masc., sp. D. neutr. S. Buttm. Lexil. II p. 15 ff. Es hängt wohl mit ἄημι zusammen u. bedeutet zunächst bei Hom. das Flockige, die Wolle; χερσὶν ἀώτου στρεφθεὶς ἐχόμην Od. 9, 434, wo Odysseus seine Hände in die Wolle des großen Widders wickelt; κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ 1, 443; ἐυστρεφεῖ οἰὸς ἀώτῳ Iliad. 13, 599. 716, die wohlgedrehten Flocken des Schafes, die Schleuder; Orph. Arg. 1344 Ap. Rh. 4, 176 χρυσεῖον ἄωτον das goldene Vließ; Opp. Cyn. 4, 154 οἰὸς ἄωτα, Schafpelze; λίνοιο λεπτὸν ἄωτον, die seine Flocke des Leins, Il. 9, 661. – Bei Pind. u. sp. D. heißt es, vielleicht weil die flockige Oberfläche wollener Zeuge ihre Neuheit u. Schönheit bewährt, das Schönste u. Beste in sehr verschiedenen Beziehungen, ὕμνων, μουσικῆς, γλώσσης, P. 10, 33 Ol. 1, 15 I. 1, 51; ἡρώων, die vorzüglichsten Heroen, N. 8, 9, wie Theocr. 13, 27; ἀρετᾶν, σοφίας, Pind. Ol. 5, 1 I. 5, 38; ἵππων Ol. 3, 4, ein Loblied auf die Rosse, u. öfter; vgl. Anacr. 59, 4. Bei Call. Apoll. 112 ist ἄκρον ἄωτον von reinem Quellwasser gesagt; dah. haben die Alten als Grundbedeutung »Blüte« angenommen u. es ebenfalls von ἄω, = πνέω, abgeleitet, οὗ ἡδύ τι ἀποπνεῖ; ἀώτοις ῥόδων ἐσκίασαν ἔθειραν Bacchyl. od. Simon. XIII, 28; vgl. Callim. frg. 115.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 flocon de laine ; laine, toison ; objet travaillé en laine : ἐϋστρόφῳ (var. ἐϋστρεφεῖ) οἰὸς ἀώτῳ IL (fronde) faite de laine d'une brebis tressée avec art;
2 p. anal. la chose la plus fine, la plus belle ; λίνοιο ἄωτον IL le lin le plus fin.
Étymologie: DELG ?

Russian (Dvoretsky)

ἄωτον: τό или ἄωτος (ᾰ) ὁ
1 пух, шерсть, руно (οἰός Hom.);
2 лучшая часть, цвет, краса: ἄ. ζωᾶς Pind. цветущий возраст; λίνοιο ἄ. Hom. тончайший лен;
3 хвала, прославление (ἄ. ἀρετᾶν Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄωτον: τό, καὶ ἄωτος, ὁ, τὸ ἄριστον, τὸ κάλλιστον, ἐκλεκτότατον τοῦ εἴδους του: Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας καὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ λεπτοτάτου ἐρίου, οἰὸς ἄωτον Ἰλ. Ν. 599, 716, Ὀδ. Α. 443· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ οἰὸς (ὅπερ πρέπει νὰ ἐννοηθῇ ἐκ τῶν συμφραζομένων), ἔριον, ἀώτου… εἰχόμην Ι. 434· καὶ ἅπαξ ἐπὶ τοῦ λεπτοτάτου λίνου, λίνοιό τε λεπτὸν ἄωτον Ἰλ. Ι. 657· οὕτως ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. καλεῖ τὸ χρυσόμαλλον δέρας, χρύσειον ἄωτον, Δ. 176· καὶ ὁ Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 111, καλεῖ τὸ καθαρὸν ὕδωρ, ἄκρον ἄωτον ὕδατος: ― ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι συχνοτάτη παρὰ Πινδ., ἄωτος ζωᾶς, ἡ ἀκμή, τὸ ἄνθος τῆς ζωῆς, Ι. 5 (4). 14· ἄωτ. στεφάνων, ὁ κάλλιστος, ἄριστος τῶν..., Ι. 6 (5). 5· Χαρίτων ἄωτος, τὸ ἄριστον τῶν δώρων αὐτῶν, Ι. 8 (7). 37· σοφίας ἄκρος ἄωτ., τὸ ἐκλεκτότατον δῶρον τῆς τέχνης τοῦ ποιητοῦ, Ι. 7 (6). 25· ἄωτ. γλώσσης, δηλ., ᾠδή, ᾆσμα, Ι. 1. 75· δίκας ἄωτος, Ν. 3. 50· οὕτως, Ἀφροδίτας… ἄωτον Αἰσχύλ. Ἱκ. 665: ― σπανίως κατὰ πληθ., στεφάνων ἄωτοι Πινδ. Ο. 9. 30, κτλ.· ἡρώων ἄωτοι Ν. 8. 15· ῥόδων ἄωτοι Σιμωνίδ. 150): ― ἐν ἐπιταφίοις, θνήσκω… ἀκμᾶς ἐν ἀώτῳ, ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς νεότητος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 154· τόν... ἄωτον τοῦ δήμου Συλλ. Ἐπιγρ. 2804, πρβλ. 4650. ΙΙ. ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ ἐν ἄλλῃ σημ., ὅ,τι παρέχει τιμὴν καὶ δόξαν εἴς τι πρᾶγμα, ὡς ἄωτος ἵππων, ᾠδὴ πρὸς ἐξύμνησιν ἵππων, Ο. 3. 6· ἄωτος ἀρετᾶν Ο. 5. 2· ἄωτος χειρῶν Ο. 8. 99. ― Περὶ τοῦ γένους δὲν δυνάμεθα νὰ βεβαιωθῶμεν ἐκ τοῦ Ὁμ. ἢ τοῦ Αἰσχύλ. (ὅστις μόνος ἐκ τῶν τραγ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν, καὶ τοῦτο μόνον ἅπαξ)· ὁ Πίνδ. ἔχει πανταχοῦ ἄωτος, οὕτω καὶ ὁ Θεόκρ. 13. 27· ὁ δὲ Ἀπολλ. Ρόδ. καὶ οἱ μεταγ. Ἐπ. ἄωτον (Ὀππ. Κυν. 4. 154, οἰὸς ἄωτα κατὰ πληθ.). (Ἡ σημασία «ἄνθος», ἥτις ἐπὶ πολὺ ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ ἀρχική, οὐδαμῶς εὑρίσκεται πλὴν ἐν μεταφορικῇ ἐννοίᾳ· ἴδε ἄνθος, λώτισμα· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. Φαίνεται δὲ ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει ἐπὶ λεπτοῦ ἐρίου).

Greek Monolingual

(AM ἄωτον, το
Α και ἄωτος, ο)
1. το ωραιότατο και άριστο κάθε πράγματος, το άνθος, ο αθέρας
2. η ανώτατη βαθμίδα, το αποκορύφωμα («το άκρον άωτον»)
αρχ.
1. αυτό που δίνει τιμή και δόξα σε κάτι
2. λεπτότατο χνούδι μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για αρχαίο ρηματικό όνομα του άημι «φυσώ, πνέω», πράγμα πιθανό, αλλά αναπόδεικτο].

Greek Monotonic

ἄωτον: τὸ και ἄωτος, ὁ,
I. άριστο μαλλί, έριο, οἰὸς ἄωτον ή χωρίς οἰός, το άριστο μαλλί του προβάτου, σε Όμηρ.· λίνοιο λεπτὸν ἄωτον, το εξαιρετικό μαλλί του λιναριού, δηλ. το χρυσόμαλλο δέρας, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., το άριστο, το καλύτερο στο είδος του, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ἄωτος ζωᾶς, η καλύτερη περίοδος της ζωής, σε Πίνδ.· Χαρίτων ἄωτος, το καλύτερο, το εκλεκτότερο δώρο αυτών, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
I. fine wool, flock, οἰὸς ἄωτον, or without οἰός, the sheep's finest wool, Hom.; λίνοιο λεπτὸν ἄωτον the delicate flock of flax, i. e. the finest linen, Il.
II. metaph. the finest, best of its kind, the flower of a thing, ἄωτος ζωᾶς the flower of life, Pind.; Χαρίτων ἄωτος their choisest gift, Pind.

Mantoulidis Etymological

(=τό ἄριστο, τό πιό ἐκλεκτό). Ἴσως ἀπό τό ἄημι (=φυσῶ) ἤ ἀπό τό α στερητ. + οὖς -ὠτός. B {{ |=Βῆτα }}